- κόποις
- κόποςstrikingmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek
болѣзнь — БОЛѢЗН|Ь (506), И с. 1.Болезнь, нездоровье, физический недуг: Стенюштю ономоу тѩжько отъ болѣзни. Изб 1076, 52 об.; не ѡ(т)лоучашесѩ ѡ(т) нѥго [ученик]... бѣ бо оуже болѣзнию лютою одьрьжимъ. [Феодосий] ЖФП XII, 63б; въ недоузѣ лютѣ ѡбъдьржима. и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
ՎԱՍՏԱԿԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0785 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c գ.ա. κοπιῶν, ὀ ἑν κόποις laborans եւ ἑννοοῦν benevolus. Որ վաստակի. աշխատաւոր. աշխատասէր. արդիւնաշատ. արդիւնարար. միամիտ եւ հաւատարիմ. եւ Վաստակեալ. խոնջեալ. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)